1700-1821
Το επώνυμο Μιγλάρης από τη Στεμνίτσα καταγράφεται για πρώτη φορά το 1691 στα βενετικά αρχεία Γκριμάνι της περιοχής, με τον Ιωάννη Μιγλάρη, ιερέα του Αγίου Γεωργίου. Στη δεκαετία του 1810, μια ομάδα αγωνιστών, στην οποία συμμετείχε και ο απόγονος του, Ηλίας Μιγλάρης, κατατάσσεται στον ρωσικό στρατό για να πολεμήσει τον κοινό τους εχθρό, την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ανέβηκε στην βαθμίδα του Καπετάνιου και το 1817 εισήχθη στην ελληνική μυστική επαναστατική κοινωνία, Φιλική Εταιρεία, που ιδρύθηκε στην Οδησσό, ως ένα από τα πρώτα μέλη, 20ο κατά χρονολογική σειρά. Τον Φεβρουάριο του 1821, καλείται να πάρει τα όπλα από τον πρώην ηγέτη του, τον Φαναριώτη ηγέτη της πρώτης ελληνικής επανάστασης, Πρίγκιπα Υψηλάντη, πρώην ανώτατο στρατηγό της αυτοκρατορικής ρωσικής ιππικού.
Ο Μιγλάρης ηγείται του ιππικού στις μάχες του Σερέτη και του Γαλάτσι, αλλά μετά τη καταστροφική μάχη του Δραγατσανίου, ο Υψηλάντης διαφεύγει στην Αυστρία. Η τελευταία μάχη της επανάστασης στη Μολδοβλαχία λαμβάνει χώρα στο Σκουλένι, κοντά στον ποταμό Προύθο στις 17 Ιουνίου 1821. Οι Ελληνικές δυνάμεις, αριθμώντας 485 άντρες απέναντι σε 6000 εχθρούς, ενθαρρύνονται από τις ρωσικές δυνάμεις απέναντι στην όχθη του ποταμού, αλλά καμία πραγματική βοήθεια δεν προσφέρεται. Ο Έλληνας στρατηγός, Πρίγκιπας Κατακουζηνός, εγκαταλείπει τις δυνάμεις και διασχίζει τον ποταμό για να καταφύγει στην ασφαλή ρωσική πλευρά. Ο Καπετάνιος Καρπενησιώτης αρνείται να φύγει, παρά τη δύσκολη κατάσταση, και μένει να πολεμήσει με την υποστήριξη του Κοντογιάννη, που ηγείται του στρατού, και του Μιγλάρη, που ηγείται του ιππικού.
Μετά από μια ολόκληρη ημέρα μάχης, ο Ηλίας Μιγλάρης τραυματίζεται και, αν και τον ενθαρρύνουν να περιποιηθεί το τραύμα του, απαντά: «Ω, δειλέ, η πατρίδα μου θα με γιατρέψει». Σκοτώνεται μαζί με τον αδελφό του, Βασίλη. Οι απώλειες στη μάχη για την ελληνική πλευρά ήταν 300 νεκροί και για την τουρκική πλευρά 1.600 νεκροί. Η ανδρεία των πολεμιστών ενέπνευσε τον διάσημο Ρώσο ποιητή Πούσκιν. Σύμφωνα με τον ιστορικό G. Finlay, «τίποτα δεν μπορούσε να ξεπεράσει το θάρρος με το οποίο οι Χριστιανοί υπερασπίστηκαν τη θέση τους». Τα γεγονότα περιγράφονται ζωηρά από τον Δ. Σφίκα, τον πιστό συνεργάτη του Μιγλάρη και επιζώντα, στα απομνημονεύματά του που δημοσιεύθηκαν το 1835. Δημήτριος Σφίκας - Βικιπαίδεια
Η μάχη τιμάται κάθε χρόνο τόσο στο Σκουλένι, στα σύνορα της σύγχρονης Ρουμανίας και Μολδαβίας, όσο και στη Στεμνίτσα. Μπορείτε να ανέβετε το λόφο και να δείτε τα ονόματα των 17 γενναίων μαχητών που έπεσαν στη μάχη, χαραγμένα στο μνημείο πολέμου στο Ηρώον της Στεμνίτσας.
1821-σήμερα
Ακολουθώντας την επανάσταση του 1821 και τον θάνατο των αδελφών Μιγλαρή, η χήρα μητέρα τους μεταβιβάζει το πατρικό σπίτι στην κόρη της που είναι παντρεμένη με τον Γιώργο Οικονομόπουλο, έναν τοπικό δικηγόρο. Ο εγγονός τους, Γιάννης Οικονομόπουλος (1848-1941), γίνεται γιατρός και μαιευτήρας στη Στεμνίτσα.
Παντρεύεται τη Μαρίνα, μια κοπέλα από την κοντινή Καρύταινα, και ιδρύει το ιατρείο του στο σπίτι με το ‘φαρμακείο’ του χωριού στον ισόγειο όροφο. Η οικογένεια επεκτείνει το αρχικό ‘L’ σχήμα του σπιτιού προσθέτοντας την δυτική γωνία και δημιουργώντας τη Σάλα, το καθιστικό της οικογένειας με την γνωστή έντονα βαμμένη οροφή. Γίνεται δήμαρχος από το 1895 έως το 1908, αλλά τόσο η σύζυγός του όσο και κάποια από τα παιδιά του πεθαίνουν από την ισπανική γρίπη στις αρχές της δεκαετίας του 1920. Ο ίδιος πεθαίνει το 1941, σε μεγάλη φτώχεια, έχοντας μοιραστεί όλα τα υπάρχοντά του με τους χωριανούς κατά τη διάρκεια των σκληρών χρόνων του πολέμου. Το σπίτι συνεχώς επιδεινώνεται και γίνεται ακατοίκητο από τις αρχές της δεκαετίας του 1970. Δυο παιδιά επέζησαν: ο Κώστας με μία κόρη, τη Μαρίνα, που πέρασε πολλά καλοκαίρια στο παλιό πατρικό και ο Σωτήρης με δυο παιδιά, την Μαρίνα και τον Γιάννη που απεικονίζεται μπροστά από το κατεστραμμένο σπίτι στον διάδρομο της εισόδου.
Ο Βίκτωρ Κανελλόπουλος, ο δισέγγονος του, και η σύζυγός του, Κατερίνα Ζελιώτη, αρχιτέκτονας και η ίδια από την Αρκαδία και τη Σκωτία, επισκέφτηκαν για πρώτη φορά τη Στεμνίτσα την ημέρα του Αγίου Βαλεντίνου το 1994. Καθισμένοι κάτω από την παλιά καρυδιά στον κήπο, ονειρεύτηκαν να ξαναφέρουν το σπίτι στη ζωή. Πολλά χρόνια αργότερα, με τη βοήθεια του θείου του Γιάννη, μιας ευρωπαϊκής χρηματοδότησης, μιας εξαιρετικής ομάδας τοπικών οικοδόμων και πολλής υπομονής, το σπίτι είναι έτοιμο να μοιραστεί μαζί σας.